παμβασιλείας

παμβασιλείας
παμβασιλείᾱς , παμβασίλεια
queen of all
fem acc pl
παμβασιλείᾱς , παμβασίλεια
queen of all
fem gen sg (attic doric aeolic)
παμβασιλείᾱς , παμβασιλεία
absolute monarchy
fem acc pl
παμβασιλείᾱς , παμβασιλεία
absolute monarchy
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • παμβασιλεία — παμβασιλεία, ἡ (Α) απεριόριστη εξουσία, απόλυτη μοναρχία («περὶ δὲ τῆς παμβασιλείας καλουμενης, αὕτη ἐστι καθ ἥν ἄρχει πάντων κατὰ τὴν ἑαυτοῡ βούλησιν ὁ βασιλεύς», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. παν * + βασιλεία (< βασιλεύω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”